- παχύδερμος
- -η, -ο / παχύδερμος, -ον, ΝΑαυτός που έχει παχύ δέρμα, χονδρόπετσοςνεοελλ.1. μτφ. αυτός που δεν έχει ευαισθησίες και λεπτότητα στους τρόπους, χοντροκομμένος, αναίσθητος2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παχύδερμαζωολ. όρος που αναφέρεται σε ορισμένα θηλαστικά με παχύ και σχεδόν γυμνό, δηλ. άτριχο δέρμα, καθώς και ονομασία που δόθηκε παλαιότερα από τον Κυβιέ* σε μεγάλα χορτοφάγα θηλαστικά, όχι όμως μηρυκαστικά, όπως είναι οι ελέφαντες (προβοσκιδοειδή), τα χοιροειδή (χοιρόμορφα) και τα ιπποειδή (περισσοδάκτυλα)αρχ.μτφ. νωθρός, βλάκας.[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ-* + -δερμος (< δέρμα), πρβλ. λεπτό-δερμος].
Dictionary of Greek. 2013.